τουρκομαθής

τουρκομαθής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή
1. αυτός που γνωρίζει την τουρκική γλώσσα: Τουρκομαθής Άγγλος.
2. αυτός που γνωρίζει την τουρκική πραγματικότητα: Ο πρεσβευτής μας στην Άγκυρα είναι τουρκομαθής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τουρκομαθής — ές, Ν 1. αυτός που γνωρίζει και μιλάει την τουρκική γλώσσα 2. ο γνώστης τής τουρκικής ιστορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + μαθής (< θ. μαθ τού μανθάνω / μαθαίνω), πρβλ. αγγλο μαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Σκυλίσση] …   Dictionary of Greek

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”